ακαταφρόνητος

ακαταφρόνητος
ακαταφρόνητος, -η, -ο και ακαταφρόνετος, -η, -ο
αυτός που δεν καταφρονιέται, που είναι υπολογίσιμος: Ήταν νοικοκυρά γυναίκα κι ακαταφρόνετη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀκαταφρόνητος — not to be despised masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακαταφρόνητος — η, ο (Α ἀκαταφρόνητος, ον) [καταφρονῶ] αυτός που δεν έχει καταφρονηθεί ή δεν μπορεί να καταφρονηθεί, ο αξιόλογος, ο σπουδαίος …   Dictionary of Greek

  • ἀκαταφρόνητον — ἀκαταφρόνητος not to be despised masc/fem acc sg ἀκαταφρόνητος not to be despised neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταφρονήτου — ἀκαταφρόνητος not to be despised masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταφρονήτους — ἀκαταφρόνητος not to be despised masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταφρονήτων — ἀκαταφρόνητος not to be despised masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταφρόνητοι — ἀκαταφρόνητος not to be despised masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԱՆՔԱՄԱՀԵԼԻ — ( ) NBH 1 0254 Chronological Sequence: Unknown date ա. Ոչ քամահելի. ոչ արհամարհելի. ἁκαταφρόνητος non contemnendus *Զգառնն եւ զբարկացօղ անքամահելի անուանեն. Բրս. սղ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”