ἀκαταφρόνητος — not to be despised masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακαταφρόνητος — η, ο (Α ἀκαταφρόνητος, ον) [καταφρονῶ] αυτός που δεν έχει καταφρονηθεί ή δεν μπορεί να καταφρονηθεί, ο αξιόλογος, ο σπουδαίος … Dictionary of Greek
ἀκαταφρόνητον — ἀκαταφρόνητος not to be despised masc/fem acc sg ἀκαταφρόνητος not to be despised neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταφρονήτου — ἀκαταφρόνητος not to be despised masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταφρονήτους — ἀκαταφρόνητος not to be despised masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταφρονήτων — ἀκαταφρόνητος not to be despised masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταφρόνητοι — ἀκαταφρόνητος not to be despised masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԱՆՔԱՄԱՀԵԼԻ — ( ) NBH 1 0254 Chronological Sequence: Unknown date ա. Ոչ քամահելի. ոչ արհամարհելի. ἁκαταφρόνητος non contemnendus *Զգառնն եւ զբարկացօղ անքամահելի անուանեն. Բրս. սղ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)